Βιογραφικο

Ο ειδικός παθολόγος Γεωργακόπουλος Δημήτριος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970.Αποφοίτησε το 1988 από το 8ο Λύκειο Περιστερίου με βαθμό «Αριστα» και το 1995 πήρε το πτυχίο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Νις της Σερβίας με βαθμό «Λίαν Καλώς».

Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων υπηρέτησε ως αγροτικός ιατρός στην Ανδρίτσαινα Ηλείας και στην Μεγαλόπολη Αρκαδίας για 2 συνεχή έτη. Από το τέλος του 1998 έως το τέλος του 2003 ακολούθησε πενταετή εκπαίδευση στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά και ειδίκευση στη Ειδική Παθολογία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξε συνεργάτης του Διαβητολογικού Ιατρείου της Β Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου.

Από το τέλος του 2004 έως τον Μαίο του 2006 διέτελεσε επιστημονικός υπεύθυνος του Παθολογικού Τμήματος της Γενικής Κλινικής «Αγία Ειρήνη», ενώ από τον Μαίο 2006 εως το τέλος 2010 υπηρέτησε ως παθολόγος στο υποκατάστημα του ΙΚΑ Κεραμεικού.

Από το 2011 εργάστηκε ως επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Αισθητικής EVEXIA,από το 2011-2013 παθολόγος της πολυεθνικής εταιρείας MEDNET και συνεργάτης του Νοσοκομείου Υγεία, ενώ από το 2013 έως σήμερα επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Holmes Place της Γλυφάδας. Από το 2015 εώς και σήμερα υπεύθυνος παθολόγος του Ιδρύματος «Στέγη Κατακοίτων Γερόντων» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Παράλληλα από το 2004 διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην Αθήνα, στην περιοχή Πετράλωνα, οδός Θεσσαλονίκης 172-174 έναντι του σταθμού του ΗΣΑΠ όπου δέχεται τους ασθενείς του.

Έχει παρακολουθήσει πλήθος συνεδρίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό περί την Παθολογία και ειδικότερα περί τον Σακχαρώδη Διαβήτη και τα Λιπίδια και συνεχώς ενημερώνεται για τις τελευταίες εξελίξεις. Έχει συμμετάσχει στην εκπόνηση πολλών εργασιών και ιατρικών μελετών σχετικά με τα παραπάνω αντικείμενα.

Σακχαρωδης Διαβητης

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι η συχνότερη μεταβολική νόσος. Αποτελεί διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων αλλά επηρεάζει τον μεταβολισμό και των υπολοίπων θρεπτικών συστατικών του οργανισμού.

Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης?

Σε φυσιολογικές συνθήκες ο οργανισμός χρειάζεται την γλυκόζη ως πηγή ενέργειας. Η γλυκόζη των τροφών προκαλεί παροδική αύξηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος .Από την άλλη πλευρά ο οργανισμός μέσω της ινσουλίνης που παράγεται από το πάγκρεας μειώνει αυτά τα υψηλά επίπεδα της γλυκόζης του αίματος και με αυτόν τον τρόπο η ινσουλίνη βοηθά την γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα.

Τι συμβαίνει όταν κάποιος έχει διαβήτη?

Οταν κάποιος πάσχει από ΣΔ τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος παραμένουν υψηλά και αυτό γιατί είτε.

-Δεν παράγεται αρκετή ινσουλίνη ή η ποσότητα της παραγόμενης ινσουλίνης μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου και δεν είναι επαρκής για την αντιμετώπιση των μεταβολικων αναγκών του οργανισμού, είτε

-Η παραγόμενη ινσουλίνη δεν δρά αποτελεσματικά.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η γλυκόζη να μην εισέρχεται στα κύτταρα του οργανισμού και αν παραμένει στην κυκλοφορία (στο αίμα).Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα επίπεδα γλυκόζης αίματος στον διαβητικό ασθενή είναι υψηλά.

Οι συνηθέστεροι τύποι διαβήτη είναι ο διαβήτης τύπου 1 και ο διαβήτης τύπου 2.

Στον διαβήτη τύπου 1 δεν παράγεται καθόλου ινσουλίνη. Η ινσουλίνη πρέπει να χορηγηθεί εξωγενώς. Τα βασικά χαρακτηριστικά του ΣΔ τύπου 1 είναι τα κάτωθι.

-Η θεραπεία με ινσουλίνη είναι επιτακτική

-Η έναρξη είναι συχνά οξεία.

-Η έναρξη μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συχνότερα στην νεαρή ηλικία κυρίως παιδιά και νεαρούς ενήλικες.

-Υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό στο 10% των ασθενών

Στον διαβήτη τύπου 2 ο οργανισμός παράγει ορισμένη ποσότητα ινσουλίνης αλλά αυτή η ποσότητα της παραγόμενης ινσουλίνης ή δεν είναι αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού, ή η ινσουλίνη που παράγεται δεν αξιοποιείται σωστά από τον οργανισμό.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του διαβήτη τύπου 2.

-Η έναρξη συνήθως συμβαίνει σε ηλικία άνω των 30 ετών

-Η έναρξη συχνά είναι ύπουλη

-Θετικό οικογενειακό ιστορικό υπάρχει στο 30% των περιπτώσεων.

Συνήθως ο διαβήτης τύπου 2 αντιμετωπίζεται με σωστή διατροφή, άσκηση και αντιδιαβητικά φάρμακα. Ομως στην εξέλιξη της νόσου μπορεί να χρειαστεί ινσουλίνη , όπως και στα άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Το δυσάρεστο με τον διαβήτη τύπου 2 είναι ότι αρχίζει ύπουλα και εξελίσσεται αργά όπως προαναφέρθηκε με αποτέλεσμα όταν η νόσος παραμείνει αδιάγνωστη επί πολλά έτη, συχνά έχει ήδη προκαλέσει επιπλοκές κατά τον χρόνο της κλινικής διάγνωσης. Παράλληλα πρέπει να τονισθεί το δυσάρεστο στατιστικό δεδομένο ότι ο αριθμός των πασχόντων παιδιών και νεαρών ενηλίκων με διαβήτη τύπου 2 ολοένα αυξάνεται κυρίως λόγω της παχυσαρκίας.

Ποιά είναι τα κυριότερα συμπτώματα του ΣΔ.

Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα ο διαβήτης είναι μια ύπουλη νόσος και αυτό γιατί οι μέτρια υψηλές τιμές σακχάρου (<180 mg/dl) δεν προκαλούν συμπτώματα αλλά μακροπρόθεσμα προκαλούν σοβαρές επιπλοκές ενώ οι υψηλότερες τιμές προκαλούν ήπια συμπτώματα τα οποία μπορούν να παραμείνουν επί πολλά έτη αδιαγνωστα.

Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι πολυδιψία , πολυουρία, κόπωση, θόλωση οράσεως και απώλεια βάρους.

Πώς γίνεται η διάγνωση του διαβήτη?

Σύμφωνα με τις οδηγίες των διαβητολογικών εταιρειών η διαγνωση τίθεται εάν κάποιος πληροί κάποιο από τα παρακάτω κριτήρια…

-Σάκχαρο νηστείας >126 mg/dl

-Σάκχαρο >200mg/dl με συνοδά συμπτώματα

-Τιμή γλυκόζης>200 mg/dl στις 2 ώρες μετά από φόρτιση με 75 γραμ γλυκόζης (καμπύλη σακχάρου)

Ο ΣΔ τύπου 2 είναι προοδευτική νόσος με συνεχώς μεγαλύτερη έλλειψη ενδογενούς ινσουλίνης και, δυστυχώς, χωρίς οριστική θεραπεία. Η προσπάθεια που καταβάλλεται αποσκοπεί στην καθυστέρηση της πορείας της νόσου, ώστε ο διαβητικός ασθενής να ζήσει μια φυσιολογική ζωή χωρίς επιπλοκές. Καθώς οι κυριότεροι παράγοντες που καθορίζουν τις ανάγκες σε ινσουλίνη είναι το σωματικό βάρος και ο καθιστικός τρόπος ζωής, δίνεται σημασία στην μείωση του βάρους και την καθημερινή άσκηση. Αυτές οι ενέργειες περιγράφονται ως «αλλαγή του τρόπου ζωής».

Επιπλοκές του διαβήτη

Ο διαβήτης προκαλεί ποικίλες οξείες και χρόνιες επιπλοκές. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της νοσηρότητας και θνησιμότηρας αποδίδεται στις χρόνιες επιπλοκές.

Οξείες επιπλοκές

-Υπογλυκαιμία

-Διαβητικό κώμα

Χρόνιες επιπλοκές

Μικροαγγειακές διαταραχές

-Αμφιβληστροειδοπάθεια

-Νεφροπάθεια

-Νευροπάθεια

-Προβλήματα των άκρων ποδών

Μακροαγγειακές διαταραχές

-Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο

-Στεφανιαία νόσος

-Περιφερική αγγειοπάθεια

Οι επιπλοκές αυτές δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη χαρακτηριστικό του διαβήτη : αποφεύγονται εάν το σάκχαρο του αίματος διατηρείται σε τιμές κοντά στις φυσιολογικές. Για την πρόληψη των επιπλοκών σημαντικό ρόλο παίζει η τήρηση των τακτικών εργαστηριακών εξετάσεων, που θα καθορίσει ο ιατρός σας.

Ελεγχος της γλυκόζης αίματος

Ο αυτοέλεγχος της γλυκόζης αίματος είναι ένας από τους τρόπους διασφάλισης ότι ο διαβήτης βρίσκεται υπό έλεγχο.

Στόχος της ρύθμισης είναι η επίτευξη των καλύτερων δυνατών τιμών σακχάρου, χωρίς να έχουμε υπογλυκαιμίες. Έτσι επιδιώκουμε να διατηρούμε:

  • Σάκχαρο νηστείας– 80-120 mg/dl

  • Σάκχαρο 2 ώρες μετά το φαγητό (μεταγευματικό) – έως 180 mg/dl

  • Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) – έως 7 %

Μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ( HbA 1 c )

Είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο ασθενής τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Η εξέταση αυτή αντιστοιχεί στα μέσα επίπεδα των τιμών του σακχάρου αίματος στο διάστημα των προηγούμενων 2 εως 3 μηνών. Μοιάζει με ένα είδος «μνήμης» των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος. Δείχνει πόσο καλός είναι ο έλεγχος των επιπέδων της γλυκόζης αίματος στην πάροδο του χρόνου. Η μείωση της γλυκοζυλιωμένης σε επίπεδα κάτω του 7% υποδηλώνει καλή ρύθμιση και μειώνει αυτόματα τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών

Αρκεί μόνο η ρύθμιση των τιμών του σακχάρου ;

Κατηγορηματικά όχι . Πρέπει να προσεχθούν και να ρυθμιστούν και οι υπόλοιποι «παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου» ( αρτηριακή υπέρταση, παχυσαρκία, δυσλιπιδαιμία, κάπνισμα κ.ά.).

Η δίαιτα και ο έλεγχος του σωματικού βάρους

Οι σημαντικότεροι παράγοντες για την αντιμετώπιση του ΣΔ είναι η δίαιτα και ο έλεγχος του σωματικού βάρους. Οδηγίες όπως το να «αποφεύγεις την ζάχαρη» ή «να χάσεις βάρος» είναι ανεπαρκείς στις περισσότερες περιπτώσεις. Τρία κανονικά γεύματα είναι απαραίτητα και δεν πρέπει να παραλείπονται. Οι φυτικές ίνες παίζουν σπουδαίο ρόλο και η ύπαρξη τους είναι σημαντική σε κάθε γεύμα. Τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες και λιπαρά θα πρέπει να είναι περιορισμένες καθώς και το οινόπνευμα.

Επίμονες και έντονες προσπάθειες γίνονται επίσης και για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Η παρακολούθηση του σωματικού βάρους και της περιμέτρου της μέσης , μία φορά την εβδομάδα, είναι απαραίτητη για την μείωση του σωματικού λίπους.

Άσκηση

Η σωματική άσκηση είναι ένα ουσιώδες μέσον για την αντιμετώπιση του ΣΔ, συχνά όμως παραμελείται.

Η ευεργετική της επίδραση έχει ανταπόκριση στον έλεγχο των επιπέδων της γλυκόζης, στα λιπίδια και το σωματικό βάρος. Τέλος η άσκηση είναι δυνατόν να μειώσει τον αριθμό των αντιδιαβητικών δισκίων ή την ινσουλίνη που έχει ανάγκη ο διαβητικός ασθενής.

Θα πρέπει ο ασθενής να κατευθύνεται να επιλέξει μια δραστηριότητα κατάλληλη με την ηλικία του ,την ικανότητα του και τα ενδιαφέροντα του. Η άσκηση πρέπει να είναι αεροβική ( π.χ γρήγορο περπάτημα ποδήλατο, κολύμβηση) και όχι ισομετρική (π.χ άρση βαρών).Στους ασθενείς πρέπει να συστήνεται να περπατούν κάθε μέρα.

Παχυσαρκια

Η παχυσαρκία είναι μια σύνθετη πολυπαραγοντική διαταραχή που καταλήγει στην συσσώρευση υπερβολικής ποσότητας λιπώδους ιστού και αυξάνει τον κίνδυνο νοσηρότητας και θνητότητας.

Οι ορισμοί των όρων «υπέρβαρος», «παχύσαρκος» ποικίλουν στις διάφορες πηγές. Γενικά τα υπέρβαρα άτομα έχουν δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) (βάρος σε kg/ύψος σε m2) μεγαλύτερο από 27.3 για τις γυναίκες και 27.8 για τους άνδρες ενώ ο παχύσαρκος έχει ΒΜΙ άνω των 32.2 για τις γυναίκες και άνω των 31.1 για τους άνδρες.

Η παχυσαρκία προκύπτει από την σύνθετη αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Δεν είναι απλά αποτέλεσμα της αύξησης θερμιδικής πρόσληψης και της μειωμένης σωματικής άσκησης, παρότι το παχύσαρκο άτομο πράγματι καταναλώνει περισσότερες θερμίδες από αυτές που ξοδεύει με την σωματική δραστηριότητα.

Η αυξανόμενη επίπτωση της παχυσαρκίας ερμηνεύεται ,εν μέρει, από το γεγονός ότι μόνο το 20% του πληθυσμού ασκείται αρκετά ώστε να θεωρείται ότι έχει καλή φυσική κατάσταση. Οι αλλαγές στις διαιτητικές συνήθειες είναι εξίσου σημαντικές. Η συντριπτική επιρροή των εύκολα διαθέσιμων τροφών με πολλά λίπη έχει συμβάλλει στην ανισορροπία μεταξύ πρόσληψης και κατανάλωσης θερμίδων.

Οι συνέπειες και οι κίνδυνοι από την αυξημένη εναπόθεση λίπους στα σπλάχνα περιλαμβάνουν την υπερινσουλιναιμία, την αντίσταση στην ινσουλίνη και την εκδήλωση σακχαρώδη διαβήτη, την αύξηση των λιποπρεωτεϊνών LDL (κακών), την μείωση των λιποπρωτεϊνών HDL (καλών) και την υπέρταση.

Η θεραπεία της παχυσαρκίας είναι ένα από τα πιο απογοητευτικά προβλήματα τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους επαγγελματίες υγείας.

Ο περιορισμός των θερμίδων είναι η απόλυτη απαίτηση οποιουδήποτε επιτυχημένου προγράμματος μείωσης του βάρους.Η επιτυχημένη μείωση του βάρους απαιτεί οι συνολικές θερμίδες να μην υπερβαίνουν τις 1000 με 1200 kcal το 24ωρο.Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι μια δίαιτα με λιγότερες από 800 θερμίδες την ημέρα είναι πιο αποτελεσματική.

Ο θερμιδικός περιορισμός είναι πιο πιθανό να είναι επιτυχημένος όταν συνδυάζεται με συμπεριφορική θεραπεία και άσκηση. Η αεροβική άσκηση παραμένει το στοιχείο-κλειδί .Η σύσταση είναι για τουλάχιστον 30 λεπτά άσκησης, 3 φορές την εβδομάδα, με μέγιστο χρόνο την 1 ώρα καθημερινά 6 φορές την εβδομάδα.

Υπερταση

Ως υπέρταση χαρακτηρίζονται οι τιμές της συστολικής αρτηριακής πιεσης>140 mg/dl με ή χωρίς συνοδό αύξηση των τιμών της διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε επίπεδα >90 mg/dl.

Η πίεση που ασκεί το αίμα πάνω στις αρτηρίες (αρτηριακή πίεση) μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg) και διακρίνεται σε: συστολική (μεγάλη), που είναι η πίεση του αίματος όταν η καρδιά συστέλλεται και στέλνει το αίμα στο σώμα (το φυσιολογικό όριό της είναι τα 140 mmHg ή 14) και διαστολική (μικρή), που είναι η πίεση του αίματος όταν η καρδιά διαστέλλεται και γεμίζει με αίμα, που θα στείλει στα αγγεία (το φυσιολογικό όριό της είναι τα 90 mmHg ή 9).

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΠΙΕΣΗΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΕΣΗ

ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΕΣΗ

Φυσιολογική

<130

<85

Προυπέρταση

130-139

85-89

Στάδιο 1

140-159

90-99

Στάδιο 2

≥ 160

≥ 100

Η διάγνωση της υπέρτασης γίνεται συνήθως σε τυχαία μέτρηση. Οι ασθενείς που πρέπει να μετρούν, περιοδικά, την πίεσή τους (ανεξάρτητα αν έχουν ενοχλήματα ή όχι) είναι όσοι έχουν γονείς με υπέρταση, διαβήτη, υπερλιπιδαιμία, έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο ή παρουσιάζουν οι ίδιοι παχυσαρκία, συχνές ρινορραγίες ή παίρνουν συγκεκριμένα φάρμακα (αντισυλληπτικά, κορτιζόνη κ.ά.).

Σε περισσότερο από το 90% των περιπτώσεων η υπέρταση είναι ιδιοπαθής ή πρωτοπαθής , πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένος αιτιολογικός παράγων, ενώ 5-10% μπορούν να αποδοθούν σε αναγνωρίσιμα αίτια και τότε η πίεση χαρακτηρίζεται ως δευτεροπαθής. Τα κυριότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι ο υπερθυρεοειδισμός, ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, το σύνδρομο Cushing,η στένωση του ισθμού της αορτής, διάφορα φάρμακα, νεφραγγειακά αίτια κτλ.

Είναι φανερό πλέον ότι βασικός στόχος του ιατρού σε πρωτοεμφανισθείσα ΑΥ είναι να υποβάλλει τον ασθενή του σε πλήρη και αναλυτικό κλινικο-εργαστηριακό έλεγχο ούτως ώστε να ελεγχθεί η πιθανότης δευτεροπαθούς υπέρτασης πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε ριζική αντιμετώπιση του αιτίου και της υπέρτασης.

Επίσης θα πρέπει να γίνει έλεγχος για τον εντοπισμό και άλλων, ζημιογόνων για τον οργανισμό, καταστάσεων, που μπορεί να συνυπάρχουν με την αρτηριακή υπέρταση, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, η αθηρωμάτωση των αγγείων και τα καρδιακά προβλήματα.

Όταν η υπέρταση παραμένει αρρύθμιστη για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλεί βλάβες σε πολλά όργανα ζωτικής σημασίας για την αρμονική λειτουργία του οργανισμού. Η παρουσία υπέρτασης χωρίς θεραπεία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής νόσου καθώς και την συνολική θνησιμότητα.

Η επιλογή της αρχικής θεραπείας βασίζεται στα χαρακτηριστικά των ασθενών πχ ηλικιωμένοι και τα συνυπάρχοντα νοσήματα (π.χ διαβήτης, καρδιακή ανεπάρκεια, δυσλιπιδαιμία κτλ).Σε όλους τους ασθενείς πρέπει να δίνονται συμβουλές για την αλλαγή του τρόπου ζωής.

Η εφαρμογή των μέτρων για την αλλαγή του τρόπου ζωής πρέπει να αρχίζει πρίν ή συγχρόνως με την έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής.

Τα κυριότερα υγιεινο-διαιτητικά μέτρα που συστήνονται είναι η απώλεια βάρους σε υπέρβαρους ασθενείς, η μείωση της πρόσληψης αλκοόλ, η αύξηση της σωματικής αερόβιας δραστηριότητας σε 30-45 λεπτά τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας, η διακοπή του καπνίσματος για τη μείωση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου, η δίαιτα πλούσια σε φρούτα, λαχανικά , γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά κτλ.

Όπως γίνεται αντιληπτό η υπέρταση αποτελεί έναν ύπουλο εχθρό γιατί, ενώ συνήθως δεν έχει συμπτώματα, προκαλεί βλάβες και υποσκάπτει τη συνολική κατάσταση της υγείας μας.

Η πρώιμη διάγνωση της υπέρτασης και η έγκαιρη αντιμετώπιση της αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην προσπάθεια μείωσης του καρδιαγγειακού κινδύνου για τον κάθε ασθενή και πρέπει να είναι ο βασικός στόχος στην σχέση ιατρού-ασθενή.

Χοληστερινη

ΥΠΕΡΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ

Υπερλιπιδαιμία (ΥΛΠ) είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αυξάνονται ένα ή περισσότερα λιπίδια του αίματος.

Στα κύρια λιπίδια του αίματος περιλαμβάνονται:

  • Η χοληστερίνη

  • Τα τριγλυκερίδια

Τα λιπίδια του οργανισμού προέρχονται αφενός από την εξωγενή πρόληψη αυτών μέσω των τροφών και αφετέρου από την ενδογενή σύνθεση αυτών από το ήπαρ.

Τι είναι η χοληστερίνη;

Η χοληστερίνη διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη σωστή λειτουργία του οργανισμού:

  • αποτελεί δομικό συστατικό όλων των κυττάρων του οργανισμού και ιδιαίτερα της κυτταρικής μεμβράνης

  • χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ορμονών π.χ. τεστοστερόνης, οιστρογόνων

  • χρησιμοποιείται για τη σύνθεση της βιταμίνης D

  • αποτελεί συστατικό των χολικών αλάτων, τα οποία συμμετέχουν στην πέψη των λιπιδίων.

Υψηλά επίπεδα χοληστερίνης (και συγκεκριμένα της LDL-χοληστερίνης) αυξάνουν τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο. Για αυτό, και η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων χοληστερίνης στο αίμα αποτελεί κύριο στόχο πρόληψης και θεραπείας των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Τι είναι τα τριγλυκερίδια;

Τα τριγλυκερίδια είναι ενα από τα βασικά λιπίδια που βρίσκονται στα τρόφιμα και τελικά αποθηκεύονται ως λίπος στο σώμα. Περιέχουν γλυκερόλη, η οποία είναι μία αλκοόλη, που δρα ως ραχοκοκαλιά προσαρτώντας 3 λιπαρά οξέα.

Η υπερλιπιδαιμία είναι σιωπηλή νόσος. Δεν υπάρχουν συμπτώματα μέχρι να εκδηλωθούν επιπλοκές από την αρτηριοσκλήρωση, όπως είναι η στεφανιαία νόσος και η περιφερική αρτηριοπάθεια.

Φυσιολογικές τιμές λιπιδίων

Οι συγκεντρώσεις των διαφόρων λιπιδίων στον ορό του αίματος κυμαίνονται μέσα σε ευρέα όρια και εξαρτώνται από φυλετικούς παράγοντες, από το είδος και ποσό της διατροφής, το φύλο, την ηλικία και άλλα.

Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν φυσιολογικά επίπεδα αλλά επιθυμητά επίπεδα ανάλογα με το άτομο που εξετάζεται όπως καταγράφονται στον παρακάτω πίνακα.

Επιθυμητά επίπεδα χοληστερίνης

Ολική χοληστερίνης

LDL-χοληστερίνης

HDL-χοληστερίνης

<200 Επιθυμητή

<100 Ιδανική

<40 Χαμηλή

200-239 Οριακά υψηλή

100-129 Σχεδόν φυσιολογική

>60 Υψηλή

>240 Υψηλή

130-159 Οριακά υψηλή

160-189 Υψηλή

>190 Πολύ υψηλή

Πολλές επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν την ύπαρξη αυξημένου κίνδυνου στεφανιαίας νόσου όταν είναι αυξημένα τα επίπεδα χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων και LDL χοληστερίνης, καθώς επίσης όταν υπάρχουν χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερίνης.

Τι είναι ο αθηρωματικός δείκτης;

Αποτελεί κριτήριο που σχετίζεται με την πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Προκύπτει από τη διαίρεση: ολική χοληστερίνη / HDL χοληστερίνη. Σύμφωνα με ορισμένες επιδημιολογικές μελέτες ιδανικές τιμές θεωρούνται κάτω από 3,5 και επικίνδυνες για τους άνδρες είναι εκείνες που υπερβαίνουν το 4,5.

Ποιοι ασθενείς θεωρούνται υψηλού κινδύνου για εμφάνιση μελλοντικού καρδιακού επεισοδίου;

Γενικά υψηλού κινδύνου ασθενείς (10ετής κίνδυνος εμφάνισης καρδιακού επεισοδίου >20%) θεωρούνται ασθενείς που πάσχουν από στεφανιαία νόσο ή ισοδύναμο. Σαν ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου θεωρούνται ο σακχαρώδης διαβήτης, η περιφερική αρτηριοπάθεια, η καρωτιδική νόσος (>50% απόφραξη καρωτίδας ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο οφειλόμενο στις καρωτίδες) ή το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Επίσης η συνύπαρξη πολλών (>2) παραγόντων κινδύνου μπορεί να καθιστά ένα άτομο υψηλού κινδύνου. Στην προκειμένη περίπτωση ο 10ετής κίνδυνος υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, το κάπνισμα, την ηλικία, την ολική χοληστερόλη, την HDL χοληστερόλη και τη συστολική αρτηριακή πίεση.

Ποια θα πρέπει να είναι τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα και πότε πρέπει να ξεκινήσουμε αγωγή με φάρμακα;

Για ασθενείς υψηλού κινδύνου χορηγείται φαρμακευτική υπολιπιδαιμική αγωγή όταν η LDL χοληστερόλη είναι ≥100 mg/dl, ειδικά σε στεφανιαίους ασθενείς προαιρετικός στόχος είναι επίπεδα LDL χοληστερόλης <70 mg/dL. Επί απουσίας στεφανιαίας νόσου ή ισοδύναμων στεφανιαίας νόσου αλλά συνύπαρξης ≥2 παραγόντων κινδύνου, όπως για παράδειγμα αρτηριακή υπέρταση, κάπνισμα, οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου θεωρούνται άτομα ενδιαμέσου κινδύνου και πρέπει να χορηγείται υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή όταν η LDL χοληστερόλη είναι ≥130 mg/dL. Τέλος, για άτομα με ένα ή κανένα παράγοντα κινδύνου υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή δίδεται όταν η LDL χοληστερόλη είναι ≥190 mg/dL με στόχο επίπεδα <160 mg/dL.

Χρειάζεται να λαμβάνουμε αγωγή για τα υψηλά τριγλυκερίδια αίματος;

Αγωγή για τα υψηλά τριγλυκερίδια αίματος δίδεται στις περιπτώσεις, όπου τα τριγλυκερίδια είναι πολύ αυξημένα (≥ 500 mg/dL). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις υπερτριγλυκεριδαιμίας (τριγλυκερίδια μεταξύ 200-500 mg/dL) συνίσταται υγιεινοδιαιτητική παρεμβάση.

Μη φαρμακευτικά μέσα για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών

Η υγιεινοδιαιτητική αγωγή θα πρέπει πάντοτε να συνοδεύει και να συμπληρώνει οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή. Στην περίπτωση της πρωτογενούς πρόληψης της στεφανιαίας νόσου (δηλαδή άνθρωποι που δεν νοσούν, αλλά έχουν υψηλά επίπεδα χοληστερίνης ή/και άλλους παράγοντες κινδύνου) η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής θα γίνει, αφού προηγηθεί για 3 μήνες υγιεινοδιαιτητική αγωγή και δεν επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης της LDL χοληστερόλης.
Στην περίπτωση όμως της δευτερογενούς πρόληψης της στεφανιαίας νόσου (δηλαδή άνθρωποι που πέρασαν έμφραγμα μυοκαρδίου ή έχουν αποδεδειγμένα στεφανιαία νόσο) επειδή η χορήγηση στατινών συνοδεύεται από πρόσθετα οφέλη λόγω της πλειοτροπικής τους δράσης η έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής πρέπει να ξεκινάει άμεσα και παράλληλα με τις υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες.

Επικοινωνια

Ιατρείο Αθήνας
Θεσσαλονίκης 172-174, Έναντι σταθμού ΗΣΑΠ Πετραλώνων, Αθήνα - Κάτω Πετράλωνα, 11853, ΑΤΤΙΚΗΣ
Τηλέφωνο: 210 3452018

Ιατρείο Περιστερίου
Θηβών 122
Τηλέφωνο: 210 5710849

Κινητό: 693 739 5776